λαύρᾳ

λαύρᾳ
λαύρᾱͅ , λαύρα
alley
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαύρα — λαύρᾱ , λαύρα alley fem nom/voc/acc dual λαύρᾱ , λαύρα alley fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύρα — η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη) νεοελλ. μσν. 1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί 2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή 3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί 4.… …   Dictionary of Greek

  • λαύρα — η μοναστήρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγία Λαύρα — Ιστορικό μοναστήρι της Πελοποννήσου, 4 χλμ. ΝΔ των Καλαβρύτων, συνδεδεμένο επί αιώνες με τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Μέτρο της σημασίας του αποτελούν οι αλλεπάλληλες πυρπολήσεις και καταστροφές του από το 1585 έως το 1943. Ιστορία.… …   Dictionary of Greek

  • λαύρας — λαύρᾱς , λαύρα alley fem acc pl λαύρᾱς , λαύρα alley fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύραι — λαύρᾱͅ , λαύρα alley fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύραν — λαύρᾱν , λαύρα alley fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαυρέων — λαύρα alley fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαυρῶν — λαύρα alley fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαῦραι — λαύρα alley fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”